Το φαινόμενο του εθνικισμού στην Ευρώπη κατά την περίοδο 1870-1914

Το παρόν κείμενο αφορά το κυρίως θέμα μιας εργασίας που έγραψα στα πλαίσια του μαθήματος Ευρωπαϊκής ιστορίας των νεότερων και μοντέρνων χρόνων Ι, του προγράμματος σπουδών του Τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της ΑΣΚΤ. Η διακίνηση είναι ελεύθερη και η αναφορά της πηγής έγκειται στη κρίση σας. 


Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1870-1914

Όπως προαναφέρθηκε, την περίοδο 1870-1914 παρατηρήθηκαν διαφορές στη φύση του πολιτικού εθνικισμού.
Ο εθνικισμός, έτσι όπως εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, εκφράστηκε από δεξιούς ιδεολόγους κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία, οι οποίοι εναντιώνονται σε ξένους, φιλελεύθερους και σοσιαλιστές, αξιώνοντας την επιθετική πολιτική προς όφελος της επέκτασης των δικών τους κρατών. Αυτό χαρακτηρίζει όλα τα εθνικιστικά κινήματα των τελών του 19ου αιώνα, ο αριθμός των οποίων κατά την περίοδο αυτή αυξήθηκε δραματικά.
Ο εθνικισμός, όμως, δεν περιέγραφε μόνο μια δεξιά εκδοχή του φαινομένου, αφού αντικατέστησε την προϋπάρχουσα «αρχή της εθνικότητας», έννοια που χρησιμοποιούνταν ήδη από το 1830, χαρακτηρίζοντας όλα τα κινήματα και τους ηγέτες που υπερασπίζονταν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και εκείνο της ίδρυσης ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Όμως, από το 1870 κι έπειτα ο σχηματισμός κρατών-εθνών κρίνεται αδύνατο να πραγματοποιηθεί αναίμακτα, αφού παύει να υφίσταται το ελεύθερο εμπόριο αφενός και αφετέρου λόγω της ολοένα και αυξανόμενης ισχύος των εθνικιστών. Συνέπεια αυτών συνιστά η εναντίωση των εθνικιστών στην κοινοβουλευτική πολιτική και η επερχόμενη ροπή τους προς το μοναρχισμό, το σοβινισμό και τέλος το φασισμό κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής, έτσι όπως δυναμικά συντελείται την περίοδο που εξετάζουμε, έδωσε μεγάλη ώθηση στην κινητοποίηση τους. Επικαλούμενοι την πολιτική κινητοποίηση των ατόμων στο όνομα του «έθνους», οδήγησαν την έννοια του «πατριωτισμού» να γίνει σύμφυτη της άκρα-δεξιάς ιδεολογίας, στιγματίζοντας παράλληλα τους λοιπούς πολιτικούς χώρους ως «προδοτικούς». Αυτό ακριβώς συνιστά το πρώτο στοιχείο διαφοροποίησης του εθνικισμού της περιόδου 1870-1914 με την προγενέστερη, κατά την οποία, όπως μάλιστα περιγράφηκε στην εισαγωγή, ταυτιζόταν με τα φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά κινήματα και όχι κατ’ ανάγκη με κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό-ιδεολογικό χώρο. Παρόλο που ο εθνικισμός της περιόδου 1870-1914 υιοθετείται από τη δεξιά, υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπως αυτή της Ιρλανδίας με τον Τ. Κόνολλυ, όπου ο πατριωτισμός συμπορεύθηκε με τη μαρξιστική ιδεολογία.
Πρέπει, εδώ, να τονίσουμε ότι η ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας συγκρότησε κατά τ’ άλλα ένα γενικό υπόστρωμα της πολιτικής. Τα κόμματα της εργατικής τάξης, που ευνοήθηκαν και εκείνα από τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής γρήγορα διαπίστωσαν πόσο αναγκαίο ήταν να απευθύνονται στους ψηφοφόρους τους, όχι μόνο με βάση την ταξική τους ταυτότητα, αλλά όταν έγιναν μαζικά και με βάση την εθνική, ειδικά στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Για παράδειγμα, στην Αυστριακή αυτοκρατορία κόμματα που ζητούσαν από τους προλετάριους να τα υποστηρίξουν, απευθύνονταν σε αυτούς ως Τσέχους, Πολωνούς ή Σλοβένους.
Η εκδοχή του εθνικισμού που αποτέλεσε κανόνα της εθνικής ιδεολογίας ήταν εδαφικής υφής, συνδεόταν με την αρχή της επικράτειας, δηλαδή του πλήρους πολιτικού ελέγχου από τις υπάρχουσες πολιτικές οντότητες σε μια σαφώς ορισμένη επικράτεια και στους κατοίκους της. Ακραίο παράδειγμα αυτού συνιστά ο σιωνισμός και η διακήρυξη του Χερτσλ, κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, ότι η επικράτεια αυτή δεν ήταν απαραίτητο να συνδέεται ιστορικά με τους Εβραίους.
Την εποχή όμως αυτή η έννοια της «πατρικής γης», η οποία συνιστούσε πραγματική κοινότητα ανθρώπινων όντων, με πραγματικές κοινωνικές σχέσεις απείχε από την έννοια του σύγχρονου έθνους που αριθμεί εκατοντάδες χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια ανθρώπους. Γι αυτό τόσο το κράτος, όσο και ο εθνικισμός αντικατέστησαν αυτές τις μικρές, αλλά πραγματικές κοινότητες ανθρώπων, με τη φαντασιακή κοινότητα του «έθνους», οικειοποιούμενοι τους συγγενικούς δεσμούς και τους συνειρμούς της «πατρικής γης» και χρησιμοποιώντας τους σε επικράτειες μεγάλης κλίμακας, μετατρέποντας τους σε μεταφορές.
Αυτή η φαντασιακή κοινότητα συνδέθηκε με το φαινόμενο του 19ου αιώνα, το «κράτος- έθνος», όπου το εκάστοτε κράτος είχε ανάγκη να κατασκευάσει το έθνος του1. Το έθνος, ως νέα κρατική θρησκεία των πολιτών, τους συνέδεε με το κράτος τους, εξουδετερώνοντας κάθε άλλη «πίστη» πέραν αυτού, όπως πίστη στη θρησκεία, σε κάποια εθνότητα που δεν ταυτιζόταν με το κράτος, στην τάξη. Επιπλέον, στα συνταγματικά κράτη, όσο περισσότερο εισέρχονταν οι μάζες στην πολιτική, μέσω των εκλογών, τόσο περισσότερο έδαφος υπήρχε να ακουστούν οι εκκλήσεις σε άλλες πίστεις στο σύνολο της επικράτειας.
Ο κρατικός εθνικισμός κατά την περίοδο που εξετάζουμε κρίθηκε απαραίτητος, γιατί τόσο η οικονομία του τεχνολογικού προτύπου όσο και η διοίκηση, δημόσια ή ιδιωτική, απαιτούσαν μαζική στοιχειώδη εκπαίδευση, τέτοια ώστε να εξασφαλίζει την ικανότητα γραφής και ανάγνωσης στους κατοίκους της επικράτειας. Επιπλέον, κατά το 19ο αιώνα η εκπαίδευση συνιστούσε το προσφορότερο μέσο της κρατικής προπαγάνδας.
Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 1870-1914 ο αριθμός των δημοτικών σχολείων, των διδασκόντων και των παιδιών που φοιτούσαν πολλαπλασιάστηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Το εκάστοτε εθνικό σύστημα εκπαίδευσης, απαιτώντας την ύπαρξη εθνικής γλώσσας, κατέστησε την εκπαίδευση, από κοινού με τα δικαστήρια και τη γραφειοκρατία, ως έναν από τους βασικότερους μοχλούς εθνικότητας.
Ένα άλλο στοιχείο του κρατικού εθνικισμού ήταν ο γλωσσικός εθνικισμός. Όσα μέλη μιας επικράτειας είχαν ως πρώτη γλώσσα κάποιο τοπικό ιδίωμα αποκλείονταν από τις υψηλότερες βαθμίδες των δημόσιων και ιδιωτικών υποθέσεων. Ενώ, λοιπόν, οι υψηλότερες θέσεις ανήκαν σε όσους μιλούσαν λόγιες γλώσσες, τόσο η πολιτική εξουσία, δηλαδή κατ’ ουσία η κρατική εξουσία, όσο και οι εθνικιστές πίεζαν προς την κατεύθυνση της εξαναγκαστικής χρήσης του τοπικού ιδιώματος. Ο γλωσσικός εθνικισμός προβάλλει απαραίτητος στο πλαίσιο της έκκλησης για μια ανεξάρτητη κρατική επικράτεια, η οποία έμοιαζε αδιαχώριστη από τη γλώσσα.
Ο κρατικός εθνικισμός συσπειρώνοντας κάποιους κατοίκους και αποξενώνοντας κάποιους άλλους συνέβαλλε στον ορισμό εκείνων των εθνοτήτων που αποκλείονταν από την επίσημη εθνότητα, επειδή προέβαλλαν αντιστάσεις στην επίσημη γλώσσα και ιδεολογία. Ένας από τους πλέον συνήθεις λόγους που ορισμένα μέλη αυτών των εθνοτήτων δεν αφομοιώνονταν ήταν ότι δεν τους επιτρεπόταν να γίνουν πλήρη μέλη του επίσημου έθνους, όπως για παράδειγμα οι ιθαγενείς ηγετικές ομάδες των ευρωπαϊκών αποικιών.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα κρατικού εθνικισμού συνιστούν τα κίνητρα του «πολιτιστικού αγώνα», που εξαπέλυσε ο Βίσμαρκ το 1872, με στόχο την αυτοκρατορική ενότητα της Γερμανίας2. Ο Βίσμαρκ στράφηκε αρχικά εναντίον της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Παρακινώντας αρχικά τη Βουλή ν’ απελάσει του Ιησουίτες από τη χώρα, επέβαλε στη συνέχεια την ψήφιση των «Νόμων του Μαΐου» που επέτρεπαν την παρέμβαση του κράτους στους διορισμούς επισκόπων και ιερέων. Επίσης, απαγόρευσε τους διορισμούς στις θέσεις αυτές, σε όσους δεν έφεραν τη γερμανική υπηκοότητα. Ωστόσο, η ανάληψη από το Καθολικό κόμμα της Γερμανίας του ¼ των εδρών στις εκλογές του 1874, οδήγησε την Καθολική εκκλησία στην ανάκτηση της προηγούμενης θέσης της και στην αποτυχία του «πολιτιστικού αγώνα».
Εν συνεχεία ο Βίσμαρκ στράφηκε κατά του σοσιαλισμού. Εκμεταλλευόμενος δύο απόπειρες δολοφονίας του από κάποιους που δεν είχαν παρά την πιο απόμακρη σχέση με τους σοσιαλιστές, προχώρησε στην έκδοση νομοθεσίας, με την οποία καταργούσε το δικαίωμα των εργατών να συγκεντρώνονται και να εκδίδουν έντυπα. Παράλληλα, υιοθέτησε τμήμα του πολιτικού προγράμματος τους. Ακόμη, για τους στρατιωτικούς σκοπούς του, προχώρησε σε μέτρα ασφάλισης της υγείας των εργατών κατά την εργασία, επιδιώκοντας να καταστήσει το Γερμανό εργάτη, στρατιώτη.
Η αποπομπή του Βίσμαρκ από την εξουσία το 1890 από τον Γουλιέλμο το Β’, προκειμένου να επιτευχθεί ο απόλυτος έλεγχος της αυτοκρατορίας, με την επαναφορά στην πίστη στα ελέω θεού προνόμια του βασιλικού οίκου της Πρωσίας, οδήγησαν στην σταδιακή αύξηση της ισχύος των σοσιαλιστών, με αποκορύφωμα τις εκλογές του 1912 που αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη θέτοντας σε ευθεία σύγκρουση την εθνική ενότητα με την ταξική πάλη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σχέση του κρατικού εθνικισμού με τον ιμπεριαλισμό, καθώς και η παρουσίαση του τελευταίου ως συνέπεια της συναισθηματικής υποβολής των κατώτερων τάξεων στην έννοια της «πατρίδας» και του «έθνους». Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο ιμπεριαλισμός ορίζεται ως η υποταγή ενός λαού σε κάποιον άλλο.3 Ένας άλλος ορισμός του φαινομένου αναφέρει ότι συνιστά το αποτέλεσμα της ανάγκης της βιομηχανικής Ευρώπης να επενδύσει το πλεονάζον κεφάλαιο της.4 Όμως, το επιχείρημα αυτό αν και ευσταθεί στο παράδειγμα της Βρετανίας δεν λειτουργεί κατά όμοιο τρόπο στις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας, αποδεικνύοντας ότι αν και οι οικονομικοί λόγοι ήταν οι σημαντικότεροι για την εκδήλωση του φαινομένου, ωστόσο δεν ήταν μοναδικοί.
5Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα κλιμακώνεται ο διεθνής ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών που προχωρούσαν στην κατεύθυνση της εκβιομηχάνισης, με στόχο την εκμετάλλευση περιοχών, κατάλληλων για την προμήθεια των απαραίτητων πρώτων υλών, καθώς επίσης και για την αναζήτηση σε αυτές, των αγορών των βιομηχανικών προϊόντων που παρήγαγαν. Αποκορύφωμα αυτού του ανταγωνισμού, συνιστά η οικονομική διαμάχη μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας. Όμως, αυτός ο διεθνής ανταγωνισμός δεν έφερε συνέπειες μόνο στις σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και στις σχέσεις αυτών με τις υποανάπτυκτες χώρες κυρίως της Αφρικής και της Ασίας, αφού εξαρτιόνταν ολοένα και περισσότερο από αυτές, εξαιτίας των προαναφερθέντων παραγόντων. Οι δυτικοί κατάφεραν να αποδιοργανώσουν τον τρόπο ζωής των γηγενών κατοίκων των αποικιών και να επιβάλλουν σ’ αυτούς δυτικούς θεσμούς. Σε μεγάλο βαθμό, οι εργάτες των αποικιών, συνιστούσαν μία ανειδίκευτη εργατική τάξη, στην υπηρεσία του δυτικού καπιταλισμού.
Οι δυτικοί, επίσης, στα πλαίσια της προαναφερόμενης κλιμάκωσης του διεθνούς ανταγωνισμού επιδίωκαν τον πλήρη έλεγχο τόσο της διακυβέρνησης, όσο και της οικονομίας των αποικιοκρατούμενων χωρών. Παρότι, όμως, οι πρωταρχικές αιτίες του ιμπεριαλισμού ήταν πρωτίστως οικονομικές, καθώς και πολιτικές, ωστόσο η υποστήριξη του συνδεόταν και με ποικιλία συναισθημάτων προς την αυτοκρατορική πολιτική. Υπήρχαν, άλλωστε κι εκείνοι που υποστήριζαν πως η Ευρώπη είχε καθήκον να «εκπολιτίσει τους απολίτιστους πληθυσμούς των αποικιών». Άλλοι πάλι, υποστήριζαν τον ιμπεριαλισμό, γιατί η πολιτική αυτή τους έδινε τη δυνατότητα να πανηγυρίσουν την ισχύ της πατρίδας τους. Ο ιμπεριαλισμός χρησιμοποιήθηκε πολιτικά και προς την κατεύθυνση της διαδικασίας της εθνικής ανασυγκρότησης και απείχε πολύ από τη λογική του σχεδιασμού της εθνικής ασφάλειας και της διατήρησης μιας γενικής ισορροπίας δυνάμεων.
Ένα άλλο στοιχείο του φαινομένου του εθνικισμού, που κύρια διαφοροποιεί την αφήγηση του E. Hobsbawm από αυτή του E. Burns, αφορά το ρόλο του μεταναστευτικού κύματος των τελών του 19ου αιώνα στη διαμόρφωση του εθνικισμού κατά την περίοδο αυτή. Τα χρόνια από το 1870 έως το 1914 αποτελούν περίοδο μαζικής κινητικότητας και μετανάστευσης, ενώ η δεκαετία έως το 1914 συνιστά περίοδο εκδήλωσης οικονομικής κρίσης και κοινωνικής έντασης. Η ξενοφοβία δεν προερχόταν τόσο «από τα κάτω», αλλά κυρίως από τα μεσαία στρώματα. Για αυτό το κομμάτι της αστικής τάξης, η μετανάστευση συμβόλιζε τα προβλήματα που προέκυπταν από την εξάπλωση του αστικού προλεταριάτου και ως συνέπεια αυτού, την απειλή του πολιτισμού τους. Ακόμη, η εισροή των μεταναστών, ειδικά στις ΗΠΑ, αναδείκνυε την αδυναμία της κοινωνίας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα μιας σαρωτικής αλλαγής και την άρνηση των νέων μαζών να αποδεχτούν τις ηγετικές ομάδες που προϋπήρχαν.
Από την άλλη, η ξενοφοβία των εργατικών στρωμάτων αντανακλούσε τις πολιτιστικές προστριβές και τον ανταγωνισμό στο πεδίο της εργασίας. Εξαίρεση, αποτελεί η περίπτωση που από πιέσεις των εργατών δεν εισήχθησαν στην αγορά εργασίας μετανάστες, όπως στα παραδείγματα της Καλιφόρνιας και της Αυστραλίας.
Με βεβαιότητα μπορούμε να αναφέρουμε, ότι η εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών σε ξένες χώρες, τους οδηγούσε στο να ανακαλύψουν, συχνά, αισθήματα εθνικότητας. Κατά αυτόν τον τρόπο η εθνικότητα έγινε ένα πραγματικό δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων και όχι απλά μια φαντασιακή κοινότητα. Όσο περισσότερο εντεινόταν η μετανάστευση των λαών, καθώς και η εκβιομηχάνιση, με τη συνακόλουθη επέκταση του αστικού περιβάλλοντος, τόσο πιο πρόσφορο ήταν το έδαφος για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης μεταξύ των μεταναστευόντων πληθυσμών. Η αλληλοβοήθεια και η προστασία που ανέπτυξαν μεταξύ τους οι μετανάστες συνέβαλλαν στην άνοδο του εθνικισμού στα έθνη τους. Ουσιαστικά η νοσταλγία για τον παλαιό τρόπο ζωής τους, έθρεψε τη δύναμη της νέο-παραδοσιοκρατίας, που αφορούσε τη συντηρητική στάση απέναντι στη σύγκρουση του παλαιού κόσμου με την εκβιομηχάνιση, τον καπιταλισμό, τον προλεταριακό σοσιαλισμό και εν γένει τη νεωτερικότητα.
Δεδομένου ότι, όπως μάλιστα προαναφέρθηκε, ο εθνικισμός της εξεταζόμενης περιόδου συνέστησε ένα γενικό υπόστρωμα της πολιτικής, βρίσκοντας απήχηση τόσο στα απογοητευμένα μεσαία στρώματα ή στους αντιφιλελεύθερους προδρόμους του φασισμού, όσο και σε κάθε πολιτικό χώρο, ο οποίος εκμεταλλευόμενος το εθνικό κάλεσμα ενδεχομένως απολάμβανε κάποιο επιπλέον πλεονέκτημα, την αναγγελία του Α’ παγκόσμιου πολέμου διαδέχθηκαν ξεσπάσματα πατριωτισμού στις βασικές εμπόλεμες χώρες. Η εθνική προπαγάνδα κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο στηριζόταν στη διακήρυξη της κάθε χώρας ότι αποτελούσε «θύμα» επιθετικής πολιτικής, που στρεφόταν κατά των αξιών και του πολιτισμού που ενσάρκωνε, όταν η ίδια δεν ενδιαφερόταν για δόξα και κατακτήσεις.
Παραταύτα, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην ιδεολογία των εθνικιστικών κινημάτων και της κρατικής προπαγάνδας από τη μία και στην απήχηση της εθνικότητας από την άλλη.6 Ο πρώτος επιδίωκε απλώς την εγκαθίδρυση ή την επέκταση του «έθνους», στηριζόμενος στα μεσαία στρώματα, που απέδιδαν τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν στους μετανάστες και στις κυβερνήσεις, οι οποίες βρίσκονταν θετικά διακείμενες απέναντι σε μια ιδεολογία, που πρόβαλε τον πατριωτισμό, ως τη μόνη αναγκαία συνθήκη για τους πολίτες.
Όμως, τα εθνικά κινήματα που απέκτησαν γνήσια μαζική υποστήριξη, την περίοδο που εξετάζουμε, συνδύασαν την έκκληση στην εθνικότητα και τη γλώσσα με κάποιο άλλο κίνητρο, παλαιό ή νέο, όπως για παράδειγμα αυτό της θρησκείας7. Παράλληλα, τα κινήματα αυτά συνειδητοποίησαν την ανάγκη να διατυπώσουν, αν όχι κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, τουλάχιστον μέριμνα για ορισμένα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Έτσι, αναδεικνύονται κινήματα, που αναπροσδιορίζονται ως «εθνικοσοσιαλιστικά», όπως στο παράδειγμα της Βοημίας, η οποία διεκδικούνταν από Τσέχους και Γερμανούς, που ανήκαν σε εργατικά κινήματα. Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι ο εθνικισμός έγινε μαζικός και δημοφιλής, όντας συνονθύλευμα διαφορετικών στοιχείων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Καταλήγοντας, συμπεραίνουμε ότι ο εθνικισμός συνιστά ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο ιστορικά συνδέθηκε στη γέννηση του με το φιλελευθερισμό και το ριζοσπαστισμό, αποσχίστηκε από αυτούς κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, εν συνεχεία ταυτίστηκε με την άκρα- δεξιά ιδεολογία καιπαράλληλα χρησιμοποιήθηκε τόσο από την κυβερνητική προπαγάνδα, όσο και από άλλους πολιτικούς χώρους, χάρει τη μαζικοποίησης τους. Γενικά κατά την περίοδο 1870-1914, ο εθνικισμός συνιστά δημιούργημα κυρίως των μεσαίων στρωμάτων, ως αντιστάθμισμα, της ταξικής τους κατωτερότητας, έναντι των μεγαλοαστών. Παράλληλα, όμως, βρίσκει την υποστήριξη και από τμήμα της εργατικής τάξης. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν κατά βάση μικροαστικό εθνικισμό που βασίστηκε σε αγώνες για την εδραίωση των εθνικών γλωσσών, στην δημιουργία κράτους- έθνους, στη ξενοφοβία, προσεγγίζοντας την πολιτική δεξιά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

E. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία ο Δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2006, σ.598-799
E. Hobsbawm, Η εποχή των αυτοκρατοριών: 1875-1914, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000, σ.223-256
E. Hobsbawm, Για την ιστορία, Αθήνα, 1998, σ.324
1 Βλ. Πιλούντσκι, E. Hobsbawm, Η εποχή των Αυτοκρατοριών, 1875-1914

2 E. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία, σ.753-7

3 E. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία, σ.687

4 E. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία, σ. 690

5 E. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία, σ. 684-91

6 E. Hobsbawm, Η εποχή των αυτοκρατοριών, σ.252

7 Παράδειγμα αποτελεί το εθνικιστικό κίνημα των Ιρλανδών, το οποίο αναδείχθηκε σε μείζονα πολιτική δύναμη, αφού δεδομένου ότι απευθυνόταν στους Ιρλανδούς ανεξάρτητα από το εκάστοτε θρησκευτικό δόγμα, ουσιαστικά ταύτισε τον ιρλανδικό εθνικισμό με τους καθολικούς Ιρλανδούς (βλ. E. Hobsbawm, Η εποχή των αυτοκρατοριών, σ.253).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυβισμός

Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός και Γεωμετρική αφαίρεση

Φουτουρισμός