Πολυτεχνείο: Ανεξόφλητη επιταγή το αίμα μας

Ξεχυθήκαμε στους δρόμους και πάλι.
Κουρέλια ακόμα η φωνή μας
Δεν μπορούσε τίποτα να πει ...
Οι δολοφόνοι πλένουν τα χέρια τους
Στους νεροχύτες ...
Σκουπίζονται απ' τα σχισμένα
Πουκάμισα.
Κατουράνε το αίμα μας
Με χοντρές μάνικες 
Για να ξεπλυθούνε τα πεζοδρόμια
Να πάει ο κόσμος 
Ήσυχα στη δουλειά του το πρωί
Μην αγριέψει το μάτι του.
Μη θυμηθεί το μεσημέρι 
Το σκοτωμένο πρωινό 
Και ανταριέψει ...
Τα υπόλοιπα είναι για το τραγούδι
Μένει μονάχα να θυμόμαστε
Ξανά και ξανά
Στα μνημόσυνα και στις επετείους
Πως το κρατούμενο
Δεν είναι ένα ...
Μαζεύτηκαν πολλά
Θα χάσουμε το λογαριασμό
Κι είναι που μας χρωστάνε
Ανεξόφλητη επιταγή το αίμα μας.
(Δημήτρης Παπαχρήστος: Οι νεροχύτες, από τη συλλογή "Με το ποδήλατο", εκδόσεις Μορφωτική ένωση Λεχαινών , 1980)

Το τανκ δίνει από τηλεβόα δέκα λεπτά καιρό στους στασιαστές να παραδοθούν. Σπουδαστές τρέχουν κατά μέσα να αναφέρουν στη συντονιστική επιτροπή του αγώνα. Πριν φτάσουν στο βάθος ο αξιωματικός των επιχειρήσεων δίνει εντολή στον οδηγό του τανκ να προχωρήσει. Ο φαντάρος ανοίγει τα χέρια του, προς τους σπουδαστές, που μένουν σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα της πόρτας, για να καταλάβουν πως πρέπει να παραμερίσουν, γιατί πήρε διαταγή να προχωρήσει. Τα "παιδιά" μένουν στις θέσεις τους προκαλώντας: "Χτυπάτε αδέλφια: Εμπρός!" Στο εξώστη αγόρια και κορίτσια τραγουδούν με φωνές σκληρές τον Εθνικό Ύμνο. Ο αξιωματικός του τανκ επαναλαβαίνει τη διαταγή και το τανκ ορμά γκρεμίζοντας την είσοδο, μαζί με το τελευταίο παλικάρι που αρνήθηκε ή δεν πρόλαβε να πηδήξει. Προχωρεί, συνθλίβει την μπλε Μερσεντές του Πρύτανη, που πίσω της είναι οχυρωμένα άλλα παιδιά, ισοπεδώνει και το επόμενο αμάξι και σταματά. Πυροβολισμοί και πυροβολισμοί καταπίνουν τη λιπόθυμη στροφή, "και σαν πρώτα αντρειωμένοι ...".



Ένας βουβός πανικός σπρώχνει τις πυκνές μάζες των εγκλείστων προς τους πίσω χώρους του Πολυτεχνείου. Ξέρουν καλά τι τους περιμένει. Όλοι οι σπουδαστές που βρίσκονται δω έχουν ζήσει την εμπειρία της κατάληψης της Νομικής Σχολής πριν λίγους μήνες. Πολλοί απ' αυτούς έχουν χάσει τα δόντια τους από τα χτυπήματα κι άλλοι έχουν σημάδια από σκισίματα που τους έκαναν τα  δερμάτινα μαστίγια των αστυνομικών, με το βαρίδι στην άκρη. Ούτε μια φωνή, ούτε ήχος από τ' άρβυλα των λοκατζήδων που τρέχουν κυνηγώντας τα παιδιά και τα βγάζουν σαν τους λαγούς τα κυνηγόσκυλα, από τις γωνίες που καταφεύγουν. Το βουβό τρέξιμο ξαναρχίζει. Όγκοι συσπειρωμένοι, πενήντα, εκατό, κολλημένοι ο ένας με τον άλλο, προσπαθούν να φτάσουν στην έξοδο της Στουρνάρας διασχίζοντας τις στοές, αλαλιασμένοι, να ξεφύγουν από τους λοκατζήδες. Αλλά φτάνουν στις πίσω θύρες, βλέπουν να ορμούν κατά πάνω τους καινούργιες μάζες λοκατζήδων. Τα παιδιά κάνουν απότομη στροφή για να γλιτώσουν. Οι λοκατζήδες όμως ορμούν τους προσπερνούν, τους κυκλώνουν κι αρχίζουν να τους σπρώχνουν προς τις εξόδους, ψιθυρίζοντας, "έξω, έξω τρελοί, προχωρείτε, έξω γρήγορα, να σας σώσουμε θέλουμε". Τα παιδιά βουβά, αμήχανα, προχωρούν σαν αυτόματα όπου τα κατευθύνουν. Μόλις οι λοκατζήδες τους βγάζουν έξω τους από τις πόρτες τους εγκαταλείπουν. Οι όγκοι, πάντα βουβοί και συσπειρωμένοι, τολμούν τα πρώτα βήματα μες στο σκοτάδι.Οι αστυνομικοί τότε από τις γωνιές που είναι κρυμμένοι και πέφτουν απάνω τους με ρόπαλα.


Το μίσος τους, η ήττα τους, η λύσσα τους για τα παιδιά που τόλμησαν και τους πετροβόλησαν και τους εξευτέλισαν, διώχνοντας τους από τα οδοφράγματά τους, όλοι τούτοι οι λογαριασμοί, θα εξοφληθούν, τώρα, μέσα στην ανεξέλεγκτη νύχτα. Τα παιδιά γίνονται μια αδιαχώριστη μάζα, που δέχεται χτυπήματα και τρέχει , βουβή, αβοήθητη, τρέχει εμποδίζοντας ταυτόχρονα τη φυγή της.


Ο φόβος κολλά τον έναν απάνω στον άλλο, καθώς σε κάθε στιγμή, σε κάθε γωνιά περιμένουν καινούργια ενέδρα και επίθεση. Γιατί οι πρώτοι αστυνομικοί τους εγκαταλείπουν , μόλις καινούριες μάζες παιδιών ξεμπουκάρουν από το Πολυτεχνείο. Θέλουν να προλάβουν να τους χτυπήσουν όλους. Κανείς δεν πρέπει να γλιτώσει από τη λύσσα τους.


Οι πολυκατοικίες αναστατώνουνται από τα κουδούνια που αρχίζουν να χτυπούν παρατεταμένα, όλα μαζί. Είναι τα παιδιά που ζητούν άσυλο, τρέμοντας την αγριάδα της νύχτας. Αλλά ο κόσμος που κατοικεί πίσω από το Πολυτεχνείο δεν έχει δει την εισβολή. Δεν ξέρει την πτώση. Από μια στιγμή κι έπειτα μαζί με τον πομπό της "Ελευθερίας" και το σπάσιμο του Ύμνου, μόνο η σιωπή απλώνεται. Κι έπειτα από λίγο ένας ψίθυρος φρικτός, εφιαλτικός, ανυπόφορος, που δε μοιάζε με τίποτα, ανυπόφορος λες κι ο λαός ξεψυχά. Είναι ο θόρυβος από τα παιδιά που τρελλά από το φόβο τραβούν τα πόδια τους στους άδειους δρόμους, αμίλητα. Κανείς δεν ξέρει τι γίνεται και ποιος μπορεί να χτυπά την πόρτα του. Εχθρικοί και γεμάτοι μίσος, οι κάτοικοι των πολυκατοικιών, υποψιάζονται πως είναι η αστυνομία, που θέλει ν' ανέβει στις ταράτσες, για να χτυπά από κει, όπως είχε γίνει ήδη, από άλλες ταράτσες της περιοχής.


Κανείς δεν ανοίγει στην αρχή. Τρομαγμένοι από τα κουδούνια ου δεν λένε να σταματήσουν, καταφεύγουν πάλι στα ραδιόφωνα. Ένας άλλος σταθμός που λειτουργεί κάπου στην Κολιάτσου, ή την Αμερικής, στέλνει απεγνωσμένες εκκλήσεις στον πομπό του Πολυτεχνείου. Με συγκινητική αφέλεια απορεί για την διακοπή και φαντάζεται πως πρόκειται για κάποια βλάβη.

Για τη συνέχεια του αφιερώματος ακολουθείστε το link : http://kaistriotis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_6376.html

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυβισμός

Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός και Γεωμετρική αφαίρεση

Φουτουρισμός